λοιδορητικός

λοιδορητικός
λοιδορ-ητικός, ή, όν,
A abusive, Arist.EE1221b14, Phld.Ir.p.72 W., Iamb.VP30.171, Sch.Heph.p.300 C.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λοιδορητικός — λοιδορητικός, ή, όν (Α) [λοιδορώ] υβριστικός, ονειδιστικός …   Dictionary of Greek

  • λοιδορητικός — abusive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιδορητικόν — λοιδορητικός abusive masc acc sg λοιδορητικός abusive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιδορητικοί — λοιδορητικός abusive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιδορητικῆς — λοιδορητικός abusive fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιδορητικῶς — λοιδορητικός abusive adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιαμβύλος — ἰαμβύλος και ἰάμβηλος, ὁ (Α) λοιδορητικός, σκωπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + κατάλ. υλος (πρβλ. στρογγ ύλος, στωμ ύλος)] …   Dictionary of Greek

  • λοιδορώ — (Α λοιδορῶ, έω) υβρίζω, κακολογώ, σκώπτω, χλευάζω («τὸν ἀρχιερέα τοῡ Θεοῡ λοιδορεῑς», ΚΔ) αρχ. 1. επιπλήττω, επιτιμώ 2. μέσ. λοιδοροῡμαι, έομαι α) (με ενεργ. σημ.) κακολογώ, υβρίζω («μεθύων τε ταῑς πόρναισι λοιδορήσεται», Αριστοφ.) β) (ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”